ελαττωματικότητα

ελαττωματικότητα
η
το να είναι κάποιος ή κάτι ελαττωματικό, η μειονεκτικότητα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελαττωματικότητα — η η ιδιότητα τού ελαττωματικού …   Dictionary of Greek

  • αναπηρώ — ( όω) (Α ἀναπηροῡμαι, όομαι) μέσ. 1. γίνομαι (ή είμαι στα αρχ.) ανάπηρος*, σακατεύομαι 2. έχω ή αποκτώ πνευματική ή ψυχική ατέλεια, ελαττωματικότητα (νεοελλ. ενεργ. κάνω κάποιον ανάπηρο, σακατεύω, ακρωτηριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάπηρος. ΠΑΡ. νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • δυσλογία — η κάθε διαταραχή τού λόγου που οφείλεται σε ελαττωματικότητα τής διάνοιας …   Dictionary of Greek

  • δυσφρασία — η ελαττωματικότητα στην προφορά …   Dictionary of Greek

  • μειονεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού μειονεκτικού, το να μειονεκτεί κάποιος ως προς κάτι από κάποιον άλλο 2. έλλειψη, ελαττωματικότητα 3. φρ. (ψυχιατρ.) «σύμπλεγμα μειονεκτικότητας» η νοσηρή ψυχολογική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο πιστεύει ότι μειονεκτεί σε …   Dictionary of Greek

  • σινότης — ητος, ἡ, Α [σίνος] ελαττωματικότητα …   Dictionary of Greek

  • χώλανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [χωλαίνω] χωλότητα, κουτσαμάρα μσν. μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… …   Dictionary of Greek

  • μειονεκτικότητα — η το να υστερεί κανείς σε κάτι, η ατέλεια, η ελαττωματικότητα: Οι λιγότερο ικανοί συνήθως έχουν το αίσθημα της μειονεκτικότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”